διαδραμεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(3)
(1b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαδρᾰμεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του δια-[[τρέχω]].
|lsmtext='''διαδρᾰμεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του δια-[[τρέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαδρᾰμεῖν:''' inf. aor. к [[διατρέχω]].
}}
}}

Latest revision as of 08:36, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de διατρέχω.

Greek Monotonic

διαδρᾰμεῖν: απαρ. αορ. βʹ του δια-τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

διαδρᾰμεῖν: inf. aor. к διατρέχω.