δορίκρανος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορίκρᾱνος:''' -ον ([[κάρα]]), αυτός που έχει [[λόγχη]] στην [[κορυφή]] του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δορίκρᾱνος:''' -ον ([[κάρα]]), αυτός που έχει [[λόγχη]] στην [[κορυφή]] του, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορίκρᾱνος:''' v. l. = [[δορύκρανος]].
}}
}}