3,277,091
edits
(9) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορίκρανος]], -ον (Α)<br />«δορικράνου λόγχης [[ἰσχύς]]» — η [[δύναμη]] της αιχμηρής λόγχης. | |mltxt=[[δορίκρανος]], -ον (Α)<br />«δορικράνου λόγχης [[ἰσχύς]]» — η [[δύναμη]] της αιχμηρής λόγχης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορίκρᾱνος:''' -ον ([[κάρα]]), αυτός που έχει [[λόγχη]] στην [[κορυφή]] του, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |