Anonymous

δορίκρανος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δορίκρανος]], -ον (Α)<br />«δορικράνου λόγχης [[ἰσχύς]]» — η [[δύναμη]] της αιχμηρής λόγχης.
|mltxt=[[δορίκρανος]], -ον (Α)<br />«δορικράνου λόγχης [[ἰσχύς]]» — η [[δύναμη]] της αιχμηρής λόγχης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δορίκρᾱνος:''' -ον ([[κάρα]]), αυτός που έχει [[λόγχη]] στην [[κορυφή]] του, σε Αισχύλ.
}}
}}