3,273,156
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκπληξις:''' -εως, ἡ, ([[ἐκπλήσσω]]), [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἔκπλ. κακῶν</i>, [[τρόμος]], [[φρίκη]] που προκλήθηκε από ατυχίες, συμφορές, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἔκπληξις:''' -εως, ἡ, ([[ἐκπλήσσω]]), [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἔκπλ. κακῶν</i>, [[τρόμος]], [[φρίκη]] που προκλήθηκε από ατυχίες, συμφορές, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκπληξις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> потрясение, ошеломленность, смятение (ἔκπληξίν τινι ἐμποιεῖν Thuc. или παρέχειν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> изумление Arst.: εἰς ἔκπληξιν [[ὑπερφυής]] Plut. поразительно одаренный;<br /><b class="num">3)</b> сильная страсть (αἱ τῶν ἀφροδισίων ὁρμαὶ καὶ ἔ. Polyb.). | |||
}} | }} |