Anonymous

ἔκπληξις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκπληξις:''' -εως, ἡ, ([[ἐκπλήσσω]]), [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἔκπλ. κακῶν</i>, [[τρόμος]], [[φρίκη]] που προκλήθηκε από ατυχίες, συμφορές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἔκπληξις:''' -εως, ἡ, ([[ἐκπλήσσω]]), [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἔκπλ. κακῶν</i>, [[τρόμος]], [[φρίκη]] που προκλήθηκε από ατυχίες, συμφορές, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπληξις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> потрясение, ошеломленность, смятение (ἔκπληξίν τινι ἐμποιεῖν Thuc. или παρέχειν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> изумление Arst.: εἰς ἔκπληξιν [[ὑπερφυής]] Plut. поразительно одаренный;<br /><b class="num">3)</b> сильная страсть (αἱ τῶν ἀφροδισίων ὁρμαὶ καὶ ἔ. Polyb.).
}}
}}