3,274,873
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐλλῐπής:''' -ές ([[ἐλλείπω]]), Παθ., [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], αναποτελεσματικός, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης με δοτ.· <i>τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον ἀεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεως</i>, οτιδήποτε δεν επιχειρήθηκε ήταν [[ζημία]] για λογαριασμό τους, σε Θουκ.· <i>τὸ ἐλλιπές</i>, [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]], [[παράλειψη]], [[αποτυχία]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἐλλῐπής:''' -ές ([[ἐλλείπω]]), Παθ., [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], αναποτελεσματικός, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης με δοτ.· <i>τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον ἀεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεως</i>, οτιδήποτε δεν επιχειρήθηκε ήταν [[ζημία]] για λογαριασμό τους, σε Θουκ.· <i>τὸ ἐλλιπές</i>, [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]], [[παράλειψη]], [[αποτυχία]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλλῐπής:''' <b class="num">1)</b> неисполняющий, упускающий, пренебрегающий: τῆς τῶν ἐπιτρόπων αἰρέσεως ἐ. Plat. не назначивший опекунов;<br /><b class="num">2)</b> не имеющий в достаточном количестве, ощущающий недостаток (τινος Plat. и ἔν τινι Polyb.): μνήμης ἐ. Thuc. забывчивый, (в знач. adv.) по забывчивости; [[τόλμῃ]] ἐ. Thuc. уступающий (противнику) в отваге;<br /><b class="num">3)</b> грам. эллиптический, неполный ([[φωνή]] Sext.). | |||
}} | }} |