Ἑλικωνιάδες: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(4) |
(2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἑλῐκωνιάδες:''' (ενν. <i>παρθένοι</i>), <i>αἱ</i>, οι κάτοικοι του όρους Ελικώνα, οι Μούσες, σε Ησίοδ.· ομοίως και, <i>Νύμφαι</i> Ἑλικωνίδες, σε Σοφ. | |lsmtext='''Ἑλῐκωνιάδες:''' (ενν. <i>παρθένοι</i>), <i>αἱ</i>, οι κάτοικοι του όρους Ελικώνα, οι Μούσες, σε Ησίοδ.· ομοίως και, <i>Νύμφαι</i> Ἑλικωνίδες, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἑλῐκωνιάδες:''' αἱ (sc. παρθένοι) обитательницы Геликона, т. е. Музы Hes., Pind., Eur., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλῐκωνιάδες: (ἐνν. παρθένοι), αἱ, αἱ κατοικοῦσαι ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, αἱ Μοῦσαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 656, Θ. 1· Μοῦσαι Ἑλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3067. 19· οὕτω καὶ Ἑλικωνίδες, Νυμφᾶν Ἑλικωνίδων (ἑλικωπίδων Wilamowitz) Σοφ. Ο. Τ. 1109· Μοῦσαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 791, Συλλ. Ἐπιγρ. 1212.
Greek Monotonic
Ἑλῐκωνιάδες: (ενν. παρθένοι), αἱ, οι κάτοικοι του όρους Ελικώνα, οι Μούσες, σε Ησίοδ.· ομοίως και, Νύμφαι Ἑλικωνίδες, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλῐκωνιάδες: αἱ (sc. παρθένοι) обитательницы Геликона, т. е. Музы Hes., Pind., Eur., Anth.