ἔντιμος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔντῑμος:''' -ον ([[τιμή]]),<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, τιμημένος, εκτιμώμενος, σε Σοφ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., τιμώμενος με ή σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>οἱ ἔντιμοι</i>, άνδρες που έχουν [[αξίωμα]], άνδρες με υψηλή κοινωνική [[θέση]], αξιοσέβαστοι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λεγεται για πράγματα, [[αξιότιμος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ἐντίμως]] ἔχειν, είναι σε [[τιμή]], είναι σε [[υπόληψη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἔντῑμος:''' -ον ([[τιμή]]),<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, τιμημένος, εκτιμώμενος, σε Σοφ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., τιμώμενος με ή σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>οἱ ἔντιμοι</i>, άνδρες που έχουν [[αξίωμα]], άνδρες με υψηλή κοινωνική [[θέση]], αξιοσέβαστοι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λεγεται για πράγματα, [[αξιότιμος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ἐντίμως]] ἔχειν, είναι σε [[τιμή]], είναι σε [[υπόληψη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔντῑμος:''' <b class="num">1)</b> (высоко) ценимый, ценный ([[νόμισμα]] Plat.; ἀγαθά Arst.): τὰ τῶν [[θεῶν]] ἔντιμα Soph. угодное богам;<br /><b class="num">2)</b> чтимый, почитаемый, уважаемый (τινι Soph. и [[παρά]] τινι Plat.): οἱ ἔντιμοι Xen., Arst. знатные люди, знать;<br /><b class="num">3)</b> почетный ([[χώρα]] Plat.; [[τάξις]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> почтительный: [[κλέος]] καὶ ἔ. [[λόγος]] Plat. слава и честь.
}}
}}