Anonymous

ἔντιμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντιμος]], -ον)<br />Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσυνείδητος]], αυτός που έχει προσωπική [[τιμή]] και ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της («[[έντιμος]] [[πολίτης]]», «[[έντιμος]] [[δικαστικός]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που γίνεται σύφωνα με τις υπαγορεύσεις της [[τιμής]] («έντιμη [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[έντιμος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] χαλκοπράσινου χρώματος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πολύτιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επαινετικός]], [[τιμητικός]] («[[λόγος]] ἐντιμος λεγόμενος»)<br /><b>2.</b> [[αξιωματούχος]]<br /><b>3.</b> (για [[νόμισμα]]) γνήσιο, που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έντιμα</i> και <i>εντίμως</i> (AM ἐντίμως)<br />με [[τιμή]], με [[εντιμότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σού το λέω εντίμως» — σε [[διαβεβαιώνω]] με τον λόγο της [[τιμής]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἐντίμως ἄγω τινά» — [[εκτιμώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> «ἐντίμως ἔχω» — [[είμαι]] [[έντιμος]], μέ τιμούν.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντιμος]], -ον)<br />Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσυνείδητος]], αυτός που έχει προσωπική [[τιμή]] και ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της («[[έντιμος]] [[πολίτης]]», «[[έντιμος]] [[δικαστικός]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που γίνεται σύφωνα με τις υπαγορεύσεις της [[τιμής]] («έντιμη [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[έντιμος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] χαλκοπράσινου χρώματος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πολύτιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επαινετικός]], [[τιμητικός]] («[[λόγος]] ἐντιμος λεγόμενος»)<br /><b>2.</b> [[αξιωματούχος]]<br /><b>3.</b> (για [[νόμισμα]]) γνήσιο, που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έντιμα</i> και <i>εντίμως</i> (AM ἐντίμως)<br />με [[τιμή]], με [[εντιμότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σού το λέω εντίμως» — σε [[διαβεβαιώνω]] με τον λόγο της [[τιμής]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἐντίμως ἄγω τινά» — [[εκτιμώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> «ἐντίμως ἔχω» — [[είμαι]] [[έντιμος]], μέ τιμούν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔντῑμος:''' -ον ([[τιμή]]),<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, τιμημένος, εκτιμώμενος, σε Σοφ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., τιμώμενος με ή σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>οἱ ἔντιμοι</i>, άνδρες που έχουν [[αξίωμα]], άνδρες με υψηλή κοινωνική [[θέση]], αξιοσέβαστοι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λεγεται για πράγματα, [[αξιότιμος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ἐντίμως]] ἔχειν, είναι σε [[τιμή]], είναι σε [[υπόληψη]], σε Ξεν.
}}
}}