ἐνολισθάνω: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνολισθάνω:''' ή -[[αίνω]], μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>, [[καταρρέω]], [[υποχωρώ]], λέγεται για το [[έδαφος]], σε Πλούτ.· [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐνολισθάνω:''' ή -[[αίνω]], μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>, [[καταρρέω]], [[υποχωρώ]], λέγεται για το [[έδαφος]], σε Πλούτ.· [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -αίνω fut. -ολισθήσω aor2 -ώλισθον<br />to [[fall]] in, of the [[ground]], Plut.: to [[slip]] and [[fall]], Plut.
}}
}}