ἐξανέρχομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανέρχομαι:''' [[βγαίνω]] έξω, [[εξέρχομαι]] από, με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξανέρχομαι:''' [[βγαίνω]] έξω, [[εξέρχομαι]] από, με γεν., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανέρχομαι:''' вновь подниматься, возвращаться: γῆς ἐξανελθών Eur. встав из земли, воскреснув.
}}
}}