ἐξανέρχομαι

English (LSJ)

come forth from, γῆς ἐξανελθών E.Tr.753.

Spanish (DGE)

surgir, salir del interior de c. gen. οὐκ εἶσιν Ἕκτωρ ... γῆς ἐξανελθὼν σοὶ φέρων σωτηρίαν Andrómaca a Astianacte, E.Tr.753
surgir de las profundidades ἐκ δ' ἄρα κεῖθεν ἀνέρχεται Man.2.124 (tm.).

German (Pape)

[Seite 869] (s. ἔρχομαι), = ἐξάνειμι, γῆς Eur. Tr. 748.

French (Bailly abrégé)

sortir de, gén..
Étymologie: ἐξ, ἀνέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανέρχομαι: вновь подниматься, возвращаться: γῆς ἐξανελθών Eur. встав из земли, воскреснув.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανέρχομαι: ἀνέρχομαι ἔκ τινος, γῆς ἐξανελθὼν Εὐρ. Τρῳ. 748.

Greek Monolingual

ἐξανέρχομαι (Α)
ανέρχομαι, βγαίνω από κάπου («γῆς έξανελθών», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξανέρχομαι: βγαίνω έξω, εξέρχομαι από, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

to come forth from, c. gen., Eur.