ἐπικίνδυνος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικίνδῡνος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, [[επικίνδυνος]], [[επισφαλής]], [[αβέβαιος]], [[ακροσφαλής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για [[πρόσωπο]], [[ἐπικίνδυνος]] ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο [[μήπως]] καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε αβέβαιη ή κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου [[ευθύνη]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπικίνδῡνος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, [[επικίνδυνος]], [[επισφαλής]], [[αβέβαιος]], [[ακροσφαλής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για [[πρόσωπο]], [[ἐπικίνδυνος]] ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο [[μήπως]] καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε αβέβαιη ή κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου [[ευθύνη]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικίνδῡνος:''' <b class="num">1)</b> находящийся в опасности, под угрозой (ἡ Ἰωνίη Her.; [[βίος]] Lys.; μόρια τοῦ σώματος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> внушающий опасение: [[ἐπικίνδυνον]] ἦν μὴ λαμφθείη Her. существовало опасение, как бы его не поймали;<br /><b class="num">3)</b> сопряженный с опасностью, опасный ([[στρατεία]] Plat.; [[ἔρις]] Xen., Plat.).
}}
}}