Anonymous

ἐπικίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπικίνδυνος]], -ον) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει [[κακά]] αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη [[εγχείρηση]], [[ασθένεια]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η [[θέση]] του [[είναι]] [[επισφαλής]] («αυτή η [[επιχείρηση]] μού φαίνεται επικίνδυνη»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικινδύνως</i>, -<i>α</i><br />με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί [[αμέσως]] τη ζωή ατόμου ή ομάδας.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπικίνδυνος]], -ον) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει [[κακά]] αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη [[εγχείρηση]], [[ασθένεια]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η [[θέση]] του [[είναι]] [[επισφαλής]] («αυτή η [[επιχείρηση]] μού φαίνεται επικίνδυνη»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικινδύνως</i>, -<i>α</i><br />με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί [[αμέσως]] τη ζωή ατόμου ή ομάδας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικίνδῡνος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, [[επικίνδυνος]], [[επισφαλής]], [[αβέβαιος]], [[ακροσφαλής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για [[πρόσωπο]], [[ἐπικίνδυνος]] ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο [[μήπως]] καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε αβέβαιη ή κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου [[ευθύνη]], σε Θουκ.
}}
}}