3,243,692
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίληπτος:''' Ιων. [[ἐπίλαμπτος]], -ον ([[ἐπιλαμβάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συλλαμβάνεται ή ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω, σε Σοφ.· με μτχ., <i>ἐπίλαμπος ἀφάσσουσα</i>, αυτή που συλλαμβάνεται την ώρα που ψηλαφεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει, πάσχει από [[κάτι]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἐπίληπτος:''' Ιων. [[ἐπίλαμπτος]], -ον ([[ἐπιλαμβάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συλλαμβάνεται ή ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω, σε Σοφ.· με μτχ., <i>ἐπίλαμπος ἀφάσσουσα</i>, αυτή που συλλαμβάνεται την ώρα που ψηλαφεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει, πάσχει από [[κάτι]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίληπτος:''' ион. [[ἐπίλαμπτος]]<br /><b class="num">1)</b> схваченный, пойманный, тж. застигнутый на месте преступления Her.: [[πῶς]] ἐ. ᾑρέθη; Soph. как оказалась застигнутой (Антигона при погребении брата)?;<br /><b class="num">2)</b> заслуживающий порицания, виновный Dem.;<br /><b class="num">3)</b> страдающий эпилепсией, подверженный эпилептическим припадкам Dem., Arst. | |||
}} | }} |