Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίληπτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίληπτος:''' Ιων. [[ἐπίλαμπτος]], -ον ([[ἐπιλαμβάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συλλαμβάνεται ή ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω, σε Σοφ.· με μτχ., <i>ἐπίλαμπος ἀφάσσουσα</i>, αυτή που συλλαμβάνεται την ώρα που ψηλαφεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει, πάσχει από [[κάτι]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπίληπτος:''' Ιων. [[ἐπίλαμπτος]], -ον ([[ἐπιλαμβάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συλλαμβάνεται ή ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω, σε Σοφ.· με μτχ., <i>ἐπίλαμπος ἀφάσσουσα</i>, αυτή που συλλαμβάνεται την ώρα που ψηλαφεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει, πάσχει από [[κάτι]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίληπτος:''' ион. [[ἐπίλαμπτος]]<br /><b class="num">1)</b> схваченный, пойманный, тж. застигнутый на месте преступления Her.: [[πῶς]] ἐ. ᾑρέθη; Soph. как оказалась застигнутой (Антигона при погребении брата)?;<br /><b class="num">2)</b> заслуживающий порицания, виновный Dem.;<br /><b class="num">3)</b> страдающий эпилепсией, подверженный эпилептическим припадкам Dem., Arst.
}}
}}