3,277,700
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπλόκᾰμος:''' Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· <i>εὐπλ. κόμαι</i>, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ. | |lsmtext='''εὐπλόκᾰμος:''' Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· <i>εὐπλ. κόμαι</i>, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπλόκᾰμος:''' эп. [[ἐϋπλόκαμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> с красиво заплетенными волосами (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);<br /><b class="num">2)</b> красиво заплетенный (κόμαι Eur.). | |||
}} | }} |