εὐπλόκαμος

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπλόκαμος Medium diacritics: εὐπλόκαμος Low diacritics: ευπλόκαμος Capitals: ΕΥΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: euplókamos Transliteration B: euplokamos Transliteration C: efplokamos Beta Code: eu)plo/kamos

English (LSJ)

Epic ἐϋπλόκαμος, ον, with goodly locks, fair-haired, epithet of goddesses and women, in Hom., etc., especially of Eos and Artemis, Od. 5.390, 20.80, cf. B. 3.34, etc.; later also of boys and men, Mosch. 1.12, Orph. L. 439; εὐ. κόμαι goodly tresses, E. IA 790 (lyr.); metaph, ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλός Archil. 11, cf. Opp. C. 2.131; of the tentacles of polypi, ib. 3.182.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋπλόκαμος;
ος, ον :
aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.
Étymologie: εὖ, πλόκαμος.

German (Pape)

ep. ἐϋπλόκαμος, schön gelockt, bei Hom. Beiwort der Göttinnen, Δημήτηρ Od. 5.125, Ἠώς 5.490, Ἀθήνη 7.41, Ἄρτεμις 20.80, und so Καλυψώ, Κίρκη, Νύμφαι, und von Frauen, Il. 11.624, 18.48, Od. 2.120; so auch die folgdn Dichter, sp. auch von Männern und Knaben, Mosch. 1.12; Orph. Lith. 433; auch κόμαι, Eur. I.A. 791; von den Polypen Opp. C. 3.182.

Russian (Dvoretsky)

εὐπλόκᾰμος: эп. ἐϋπλόκαμος 2
1 с красиво заплетенными волосами (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);
2 красиво заплетенный (κόμαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπλόκᾰμος: Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182.

Spanish

que tiene hermosos cabellos

Greek Monotonic

εὐπλόκᾰμος: Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· εὐπλ. κόμαι, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.

Middle Liddell

with goodly locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι goodly tresses, Eur.

Léxico de magia

-ον que tiene hermosos cabellos δεῦρ', Ἑρμῆ, ἅρπαξ, δεῦρ', εὐπλόκαμε, χθόνιε Ζεῦ aquí, Hermes, ladrón, aquí, que tienes hermosos cabellos, Zeus subterráneo (en una invocación a varias divinidades) P XXIII 3