Anonymous

ἠγέρθην: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠγέρθην:''' Παθ. αόρ. αʹ του [[ἀγείρω]] και του [[ἐγείρω]], Επικ. γʹ πληθ. [[ἤγερθεν]].
|lsmtext='''ἠγέρθην:''' Παθ. αόρ. αʹ του [[ἀγείρω]] και του [[ἐγείρω]], Επικ. γʹ πληθ. [[ἤγερθεν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠγέρθην:''' aor. pass. к [[ἀγείρω]].
}}
}}