ἠγέρθην

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. de ἀγείρω et de ἐγείρω.

Greek Monotonic

ἠγέρθην: Παθ. αόρ. αʹ του ἀγείρω και του ἐγείρω, Επικ. γʹ πληθ. ἤγερθεν.

Russian (Dvoretsky)

ἠγέρθην: aor. pass. к ἀγείρω.