θρησκεύω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρησκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[θρῆσκος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τηρώ]] και [[εκτελώ]] θρησκευτικά χρέη, [[προσκυνώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[πιστός]], [[θρήσκος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''θρησκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[θρῆσκος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τηρώ]] και [[εκτελώ]] θρησκευτικά χρέη, [[προσκυνώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[πιστός]], [[θρήσκος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρησκεύω:''' тщательно исполнять религиозные обряды, быть строго религиозным (Αἰγύπτιοι θρησκεύουσι [[περισσῶς]] Her.; ἀπὸ Θρῃσσῶν δοκεῖ καὶ τὸ θ. [[ὄνομα]] [[γενέσθαι]] Plut.).
}}
}}