Anonymous

θρησκεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[θρησκεύω]])<br /><b>1.</b> <b>νεοελλ.</b> (μέσ. <i>θρησκεύομαι</i>)<br />[[εκτελώ]] τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, [[πιστεύω]] στα δόγματα της θρησκείας και [[μετέχω]] στα μυστήρια ή στις τελετές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] ως [[ιερό]], [[λατρεύω]]<br /><b>2.</b> [[πιστεύω]], [[αποδέχομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εφόσον το επίθ. [[θρήσκος]] [[είναι]] μεταρρηματικό και υστερογενές, ως [[βάση]] για τον σχηματισμό του [[θρησκεύω]] θεωρήθηκαν τύποι που διασώζονται ως γλώσσες στον Ησύχιο <i>θρήσκω</i><br /><i>νοώ</i> και <i>θράσκειν</i><br /><i>αναμιμνήσκειν</i>, οι οποίες και πιστοποιούν την ιωνική [[προέλευση]] του ρήματος. Επίσης απαντά αόρ. με ασθενή [[βαθμίδα]] <i>εν</i>-<i>θρείν</i><br /><i>φυλάσσειν</i> (<b>Ησύχ.</b>) [[καθώς]] και επίθ. <i>α</i>-<i>θερές</i>, <i>ανόητον</i>, <i>ανόσιον</i>. Οπωσδήποτε αυτή η [[ερμηνεία]] προϋποθέτει ότι η αρχική σημ. του ρ. ήταν «[[φυλάσσω]], [[τηρώ]], [[ακολουθώ]]» και αργότερα προσέλαβε την ειδικότερη σημ. «[[τηρώ]] μια θρησκευτική [[πράξη]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρησκεία]], [[θρήσκευμα]], [[θρήσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρησκεύσιμος]], [[θρήσκευσις]], [[θρησκευτήριον]], [[θρησκευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρησκευτικός]]].
|mltxt=(ΑΜ [[θρησκεύω]])<br /><b>1.</b> <b>νεοελλ.</b> (μέσ. <i>θρησκεύομαι</i>)<br />[[εκτελώ]] τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, [[πιστεύω]] στα δόγματα της θρησκείας και [[μετέχω]] στα μυστήρια ή στις τελετές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] ως [[ιερό]], [[λατρεύω]]<br /><b>2.</b> [[πιστεύω]], [[αποδέχομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εφόσον το επίθ. [[θρήσκος]] [[είναι]] μεταρρηματικό και υστερογενές, ως [[βάση]] για τον σχηματισμό του [[θρησκεύω]] θεωρήθηκαν τύποι που διασώζονται ως γλώσσες στον Ησύχιο <i>θρήσκω</i><br /><i>νοώ</i> και <i>θράσκειν</i><br /><i>αναμιμνήσκειν</i>, οι οποίες και πιστοποιούν την ιωνική [[προέλευση]] του ρήματος. Επίσης απαντά αόρ. με ασθενή [[βαθμίδα]] <i>εν</i>-<i>θρείν</i><br /><i>φυλάσσειν</i> (<b>Ησύχ.</b>) [[καθώς]] και επίθ. <i>α</i>-<i>θερές</i>, <i>ανόητον</i>, <i>ανόσιον</i>. Οπωσδήποτε αυτή η [[ερμηνεία]] προϋποθέτει ότι η αρχική σημ. του ρ. ήταν «[[φυλάσσω]], [[τηρώ]], [[ακολουθώ]]» και αργότερα προσέλαβε την ειδικότερη σημ. «[[τηρώ]] μια θρησκευτική [[πράξη]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρησκεία]], [[θρήσκευμα]], [[θρήσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρησκεύσιμος]], [[θρήσκευσις]], [[θρησκευτήριον]], [[θρησκευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρησκευτικός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρησκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[θρῆσκος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τηρώ]] και [[εκτελώ]] θρησκευτικά χρέη, [[προσκυνώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[πιστός]], [[θρήσκος]], σε Πλούτ.
}}
}}