καθεψιάομαι: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθεψιάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[περιγελώ]], Λατ. illudere, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''καθεψιάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[περιγελώ]], Λατ. illudere, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθεψιάομαι:''' насмехаться (τινός Hom.).
}}
}}