καθεψιάομαι

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεψιάομαι Medium diacritics: καθεψιάομαι Low diacritics: καθεψιάομαι Capitals: ΚΑΘΕΨΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: kathepsiáomai Transliteration B: kathepsiaomai Transliteration C: kathepsiaomai Beta Code: kaqeyia/omai

English (LSJ)

mock at, c. gen., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Od.19.372.

German (Pape)

[Seite 1283] verspotten, illudere, τινός, Od. 19, 372, Schol. καθάπτεσθαι, λοιδορεῖσθαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
3ᵉ pl. épq. καθεψιόωνται;
se railler de, gén..
Étymologie: κατά, ἑψιάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-εψιάομαι bespotten, met gen.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεψιάομαι: насмехаться (τινός Hom.).

English (Autenrieth)

make sport of; τινός, Od. 19.372†.

Greek Monotonic

καθεψιάομαι: αποθ., εμπαίζω, περιγελώ, Λατ. illudere, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

καθεψιάομαι: πειράζω, ἐμπαίζω, περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, μετὰ γεν., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο).

Middle Liddell

Dep., to mock at, Lat. illudere, c. gen., Od.