3,277,172
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰμᾰτηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κουραστικός]], [[εκνευριστικός]], [[βασανιστικός]], [[κοπιώδης]], [[πληκτικός]], [[ανιαρός]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[κουραστικός]], [[εξαντλητικός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή [[εργασία]], [[κατάκοπος]], ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, [[τριμμένος]], [[φαγωμένος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κᾰμᾰτηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κουραστικός]], [[εκνευριστικός]], [[βασανιστικός]], [[κοπιώδης]], [[πληκτικός]], [[ανιαρός]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[κουραστικός]], [[εξαντλητικός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή [[εργασία]], [[κατάκοπος]], ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, [[τριμμένος]], [[φαγωμένος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰμᾰτηρός:''' <b class="num">1)</b> тяжелый, тягостный, мучительный ([[γῆρας]] HH; [[κόπος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> утомительный, изнурительный (τὸ ἄρχειν Arst.; πηδήματα Luc.);<br /><b class="num">3)</b> изнуренный, слабосильный ([[ἄνδρες]] Her.). | |||
}} | }} |