Anonymous

καματηρός: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καματηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που προκαλεί κάματο, [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]] («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπονημένος, τσακισμένος απ' την [[κούραση]], πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο εργαζόμενος σε κοπιαστική [[εργασία]], [[καματερός]]<br /><b>3.</b> [[νοσηρός]] («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καματηρώς</i> (Α)<br />με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καματηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που προκαλεί κάματο, [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]] («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπονημένος, τσακισμένος απ' την [[κούραση]], πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο εργαζόμενος σε κοπιαστική [[εργασία]], [[καματερός]]<br /><b>3.</b> [[νοσηρός]] («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καματηρώς</i> (Α)<br />με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰμᾰτηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κουραστικός]], [[εκνευριστικός]], [[βασανιστικός]], [[κοπιώδης]], [[πληκτικός]], [[ανιαρός]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[κουραστικός]], [[εξαντλητικός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή [[εργασία]], [[κατάκοπος]], ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, [[τριμμένος]], [[φαγωμένος]], σε Ηρόδ.
}}
}}