κοινωνός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινωνός:''' ὁ και ἡ ([[κοινός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύντροφος]], [[συμμέτοχος]], [[συνέταιρος]], <i>τινος</i>, σε [[κάτι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὁ τοῦ κακοῦ κ</i>., [[συνεργός]] στο [[κακό]], σε Σοφ.· επίσης, <i>τινι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[μέτοχος]], [[κοινωνός]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κοινός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κοινωνός:''' ὁ και ἡ ([[κοινός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύντροφος]], [[συμμέτοχος]], [[συνέταιρος]], <i>τινος</i>, σε [[κάτι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὁ τοῦ κακοῦ κ</i>., [[συνεργός]] στο [[κακό]], σε Σοφ.· επίσης, <i>τινι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[μέτοχος]], [[κοινωνός]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κοινός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινωνός:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> (со)участник, (со)товарищ (πραγμάτων Aesch.): κ. γνώματος Aesch. и κ. ψήφου Plat. единомышленник; ἡ κ. γάμων Eur. подруга жизни, супруга;<br /><b class="num">2)</b> товарищ, приятель (ὁ σὸς κ. Dem.; ἴσοι καὶ κοινωνοί Arst.; τινος и τινι NT);<br /><b class="num">3)</b> сообщник (τοῦ αἵματός τινος NT).<br />соучаствующий, совместный, общий: κοινωνῷ ξίφει κατεργάζεσθαί τινα Eur. убить кого-л. сообща.
}}
}}