Anonymous

κοινωνός: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (AM [[κοινωνός]], ὁ, ἡ)<br />αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[μέτοχος]], [[σύντροφος]], [[συνέταιρος]], [[συμμέτοχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[γνώση]] κάποιου πράγματος, που έχει [[εμπειρία]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[γνώστης]], [[έμπειρος]] («τον κατέστησε κοινωνό της υποθέσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργός]], [[συναυτουργός]], [[συνένοχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κοινωνοὶ λιμένων» — οι εκμισθωτές τών λιμενικών φόρων<br /><b>3.</b> προστατευτικό, ευμενές [[πνεύμα]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[κοινωνός]], -<i>όν</i><br />[[κοινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για υποχωρητ. παρ. του [[κοινωνώ]]].
|mltxt=ο, η (AM [[κοινωνός]], ὁ, ἡ)<br />αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[μέτοχος]], [[σύντροφος]], [[συνέταιρος]], [[συμμέτοχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[γνώση]] κάποιου πράγματος, που έχει [[εμπειρία]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[γνώστης]], [[έμπειρος]] («τον κατέστησε κοινωνό της υποθέσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργός]], [[συναυτουργός]], [[συνένοχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κοινωνοὶ λιμένων» — οι εκμισθωτές τών λιμενικών φόρων<br /><b>3.</b> προστατευτικό, ευμενές [[πνεύμα]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[κοινωνός]], -<i>όν</i><br />[[κοινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για υποχωρητ. παρ. του [[κοινωνώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοινωνός:''' ὁ και ἡ ([[κοινός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύντροφος]], [[συμμέτοχος]], [[συνέταιρος]], <i>τινος</i>, σε [[κάτι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὁ τοῦ κακοῦ κ</i>., [[συνεργός]] στο [[κακό]], σε Σοφ.· επίσης, <i>τινι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[μέτοχος]], [[κοινωνός]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κοινός]], σε Ευρ.
}}
}}