κυπαρίσσινος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠπᾰρίσσῐνος:''' Αττ. -ίττῐνος, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, από [[ξύλο]] κυπαρισσιού, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
|lsmtext='''κῠπᾰρίσσῐνος:''' Αττ. -ίττῐνος, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, από [[ξύλο]] κυπαρισσιού, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠπᾰρίσσῐνος:''' атт. κῠπᾰρίττῐνος 3<br /><b class="num">1)</b> кипарисовый (σταθμοί Hom.; [[μέλαθρον]] Pind.; [[ξόανον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вырезанный на кипарисовом дереве (μνῆμαι Plat.).
}}
}}