3,274,917
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λατρεία:''' ἡ ([[λατρεύω]])·<br /><b class="num">1.</b> μισθωτή [[υπηρεσία]], [[δουλεία]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[λατρεία]] τοῦ θεοῦ, [[θεῶν]], [[υπηρεσία]] στους θεούς, [[λατρεία]] των θεών, σε Πλάτ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''λατρεία:''' ἡ ([[λατρεύω]])·<br /><b class="num">1.</b> μισθωτή [[υπηρεσία]], [[δουλεία]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[λατρεία]] τοῦ θεοῦ, [[θεῶν]], [[υπηρεσία]] στους θεούς, [[λατρεία]] των θεών, σε Πλάτ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λατρεία:''' ἡ<b class="num">1)</b> служба, труд ([[ἐπίπονον]] ἔχειν λατρείαν Soph.; [[πᾶν]] [[ἔργον]] καὶ [[πᾶσα]] λ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> служение, почитание, культ ([[θεῶν]] Plat.; Φοιβεῖαι λατρεῖαι Eur.; λατρείαν προφέρειν τῷ θεῷ NT);<br /><b class="num">3)</b> житейский обязанности (οἱ ἀπολυθέντες τῆς ἐν τῷ βίῳ λατρείας Plut.);<br /><b class="num">4)</b> слуга, раб Pind. | |||
}} | }} |