κώλυμα: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κώλῡμα:''' -ατοςτό ([[κωλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[παρεμπόδιση]], [[παρακώλυση]], [[εμπόδιο]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[άμυνα]] [[εναντίον]] κάποιου πράγματος, [[αντίσταση]], [[προφύλαξη]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κώλῡμα:''' -ατοςτό ([[κωλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[παρεμπόδιση]], [[παρακώλυση]], [[εμπόδιο]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[άμυνα]] [[εναντίον]] κάποιου πράγματος, [[αντίσταση]], [[προφύλαξη]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κώλυμα -ατος, τό [κωλύω] hindernis, obstakel:; ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα ze bedachten middelen om de brand tegen te gaan Thuc. 7.53.4; met inf.: κώλυμα... προσθεῖναι een obstakel voor het sluiten van de deur Thuc. 4.67.4. overdr. beletsel:; κώλυμα φορᾶς beletsel voor beweging Plat. Crat. 418e: θεῶν ἢ ἡρώων κώλυμα beletsel van de zijde van goden of helden Thuc. 5.30.1; met μή en inf..: κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι beletsels om te groeien Thuc. 1.16.1.
}}
}}