κώλυμα: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κώλυμα]]) [[κωλύω]]<br />[[εμπόδιο]], [[πρόσκομμα]] (α. «προέκυψε σοβαρό [[κώλυμα]] στη [[διεκπεραίωση]] της υπόθεσης» β. «ἀγαθοῡ γὰρ [[ἰδέα]] οὖσα τὸ [[δέον]] φαίνεται δεσμὸς [[εἶναι]] καὶ [[κώλυμα]] φορᾱς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[άμυνα]], [[προφύλαξη]] («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=το (AM [[κώλυμα]]) [[κωλύω]]<br />[[εμπόδιο]], [[πρόσκομμα]] (α. «προέκυψε σοβαρό [[κώλυμα]] στη [[διεκπεραίωση]] της υπόθεσης» β. «ἀγαθοῡ γὰρ [[ἰδέα]] οὖσα τὸ [[δέον]] φαίνεται δεσμὸς [[εἶναι]] καὶ [[κώλυμα]] φορᾱς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[άμυνα]], [[προφύλαξη]] («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κώλῡμα:''' -ατοςτό ([[κωλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[παρεμπόδιση]], [[παρακώλυση]], [[εμπόδιο]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[άμυνα]] [[εναντίον]] κάποιου πράγματος, [[αντίσταση]], [[προφύλαξη]], σε Θουκ.
}}
}}