λίς: Difference between revisions

470 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίς:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> Επικ. [[τύπος]] αντί <i>λισσή</i>, [[λεία]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως αρσ. ουσ., μόνο οι τύποι, δοτ. [[λιτί]] και αιτ. [[λῖτα]], μαλακό, λείο ύφασμα· άλλοι θεωρούν το [[λῖτα]] ως ουσ. αιτ. πληθ., λινά υφάσματα, καλύμματα· σε Ανθ. [[λίτα]] [ῐ] πολυδαίδαλα, κεντημένα υφάσματα.<br /><b class="num">• [[λίς]]:</b> ὁ, Επικ. αντί [[λέων]], [[λῖν]], λίες [ῐ] και λῖες, λίεσσι [ῐ], [[λιοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Θεόκρ.
|lsmtext='''λίς:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> Επικ. [[τύπος]] αντί <i>λισσή</i>, [[λεία]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως αρσ. ουσ., μόνο οι τύποι, δοτ. [[λιτί]] και αιτ. [[λῖτα]], μαλακό, λείο ύφασμα· άλλοι θεωρούν το [[λῖτα]] ως ουσ. αιτ. πληθ., λινά υφάσματα, καλύμματα· σε Ανθ. [[λίτα]] [ῐ] πολυδαίδαλα, κεντημένα υφάσματα.<br /><b class="num">• [[λίς]]:</b> ὁ, Επικ. αντί [[λέων]], [[λῖν]], λίες [ῐ] και λῖες, λίεσσι [ῐ], [[λιοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίς:''' <b class="num">I</b> иногда [[λῖς]] ὁ (только nom. и acc. sing. [[λῖν]], реже λίν) Hom., Hes., Eur., Theocr. = [[λέων]].<br /><b class="num">II</b> adj. f гладкая ([[πέτρη]] Hom.).<br />ἡ и τό (только dat. sing. [[λιτί]] или [[λῖτι]] и acc. sing. [[λῖτα]] или [[λιτά]]) льняная ткань, полотняное покрывало, холст Hom.
}}
}}