νεῖρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(5)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεῖρα:''' ή [[νείρα]], ἡ, συνηρ. αντί [[νείαιρα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''νεῖρα:''' ή [[νείρα]], ἡ, συνηρ. αντί [[νείαιρα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεῖρα:''' или νείρα ἡ (= [[νείαιρα]])<br /><b class="num">1)</b> нижняя часть живота Eur.;<br /><b class="num">2)</b> внутренности Aesch.
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

νεῖρα: ἢ νείρα, ἴδε ἐν λ. νείαιρα.

Greek Monotonic

νεῖρα: ή νείρα, ἡ, συνηρ. αντί νείαιρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεῖρα: или νείρα ἡ (= νείαιρα)
1) нижняя часть живота Eur.;
2) внутренности Aesch.