Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰωνοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰωνοσκόπος:''' ὁ, = [[οἰωνιστής]], σε Ευρ.
|lsmtext='''οἰωνοσκόπος:''' ὁ, = [[οἰωνιστής]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνοσκόπος:''' ὁ птицегадатель Eur.
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, Εὐρ. Ἱκέτ. 500, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 371.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe le vol ou le cri des oiseaux ; augure.
Étymologie: οἰωνός, σκοπέω.

Greek Monotonic

οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοσκόπος: ὁ птицегадатель Eur.