3,274,816
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παίδευμα:''' -ατος, τό ([[παιδεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό το οποίο ανατρέφεται, που διδάσκεται, [[νήπιο]], σχολιαρούδι, [[μαθητής]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>μῆλα</i>, <i>φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ'</i>, στον ίδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε μπορεί να διδαχθεί, [[αντικείμενο]] διδασκαλίας, [[μάθημα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''παίδευμα:''' -ατος, τό ([[παιδεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό το οποίο ανατρέφεται, που διδάσκεται, [[νήπιο]], σχολιαρούδι, [[μαθητής]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>μῆλα</i>, <i>φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ'</i>, στον ίδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε μπορεί να διδαχθεί, [[αντικείμενο]] διδασκαλίας, [[μάθημα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παίδευμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> предмет обучения или преподавания, дисциплина, наука (παιδεύματα καλὰ καὶ προσήκοντα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. воспитанник, питомец (γεννήματα καὶ παιδεύματα [[θεῶν]] Plat.): Πιτθέως παιδεύματα Eur. = [[Ἱππόλυτος]]; πόντου παιδεύματα Plut. = ἰχθύες; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα Eur. овцы, вскормленные лесистым Парнассом. | |||
}} | }} |