Anonymous

παίδευμα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παίδευμα:''' -ατος, τό ([[παιδεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό το οποίο ανατρέφεται, που διδάσκεται, [[νήπιο]], σχολιαρούδι, [[μαθητής]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>μῆλα</i>, <i>φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ'</i>, στον ίδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε μπορεί να διδαχθεί, [[αντικείμενο]] διδασκαλίας, [[μάθημα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''παίδευμα:''' -ατος, τό ([[παιδεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό το οποίο ανατρέφεται, που διδάσκεται, [[νήπιο]], σχολιαρούδι, [[μαθητής]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>μῆλα</i>, <i>φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ'</i>, στον ίδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε μπορεί να διδαχθεί, [[αντικείμενο]] διδασκαλίας, [[μάθημα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''παίδευμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> предмет обучения или преподавания, дисциплина, наука (παιδεύματα καλὰ καὶ προσήκοντα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. воспитанник, питомец (γεννήματα καὶ παιδεύματα [[θεῶν]] Plat.): Πιτθέως παιδεύματα Eur. = [[Ἱππόλυτος]]; πόντου παιδεύματα Plut. = ἰχθύες; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα Eur. овцы, вскормленные лесистым Парнассом.
}}
}}