πακτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(5)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πακτός:''' Δωρ. αντί [[πηκτός]].
|lsmtext='''πακτός:''' Δωρ. αντί [[πηκτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''πακτός:''' дор. = [[πηκτός]].
}}
}}

Revision as of 01:24, 1 January 2019

Greek Monolingual

πακτός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηκτός.

Greek Monotonic

πακτός: Δωρ. αντί πηκτός.

Russian (Dvoretsky)

πακτός: дор. = πηκτός.