παραπαφίσκω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰπᾰφίσκω:''' μόνο στον αόρ. βʹ <i>παρήπᾰφον</i>, [[παρασύρω]], [[αποπλανώ]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει ένα [[πράγμα]] με [[απάτη]] ή [[πανουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''παρᾰπᾰφίσκω:''' μόνο στον αόρ. βʹ <i>παρήπᾰφον</i>, [[παρασύρω]], [[αποπλανώ]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει ένα [[πράγμα]] με [[απάτη]] ή [[πανουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρᾰπᾰφίσκω:''' (только aor. [[παρήπαφον|παρήπᾰφον]]) склонять, соблазнять (τινά Hom.).
}}
}}