παραπαφίσκω
English (LSJ)
only in aor. 2 παρήπαφον, Ep. for παραπατάω, mislead, παρά μ' ἤπαφε δαίμων Od.14.488, cf. Theoc.27.12, APl.5.361; μολπῇσι π. πέτρας Orph.A.704; cajole, δῶρα καὶ θεοὺς παραπαφίσκω Trag.Adesp. 434: c. inf., induce to do a thing by craft or fraud, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Il.14.360, cf. A.R.2.952.
German (Pape)
[Seite 492] (s. ἀπαφίσκω), wie das Vorige, verleiten, verlocken, durch List u. Betrug, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι, Il. 14, 360; παρά μ' ἤπαφε δαίμων, Od. 14, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 952; μολπῇσι πέτρας, Orph. Arg. 702; Schol. Hom. u. Hesych. erkl. παρέπεισεν.
French (Bailly abrégé)
ao.2 παρήπαφον;
persuader insidieusement de, inf..
Étymologie: παρά, ἀπαφίσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-απαφίσκω, ep. aor. παρήπαφον, misleiden, verleiden:; καὶ πρίν με παρήπαφες ἁδέι μύθῳ jij hebt mij ook al eerder misleid met een mooi verhaaltje Theocr. Id. 27.12; met inf.: παρά μ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων’ ἔμεναι een godheid heeft mij verleid alleen een hemd te dragen Od. 14.488 (in tmesis).
Russian (Dvoretsky)
παρᾰπᾰφίσκω: (только aor. παρήπᾰφον) склонять, соблазнять (τινά Hom.).
English (Autenrieth)
aor. 2 παρήπαφεν: deceive, cheat, beguile, w. inf., Il. 14.360†.
Greek Monolingual
Α
1. εξαπατώ, αποπλανώ
2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο
3. θέλγω, γοητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»].
Greek Monotonic
παρᾰπᾰφίσκω: μόνο στον αόρ. βʹ παρήπᾰφον, παρασύρω, αποπλανώ, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., παρακινώ κάποιον να κάνει ένα πράγμα με απάτη ή πανουργία, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰπᾰφίσκω: μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ παρήπᾰφον· - Ἐπικ. ἀντὶ παραπατάω: - παρασύρω, παραπλανῶ, παρά μ’ ἤπαφε δαίμων Ὀδ. Ξ. 488, κτλ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 952· - μετ’ ἀπαρ., δι’ ἀπάτης ἢ πανουργίας παραπείθω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἥρη δ’ ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Ἰλ. Ξ. 360, πρβλ. Θεόκρ. 27. 11.
Middle Liddell
aor2 παρήπᾰφον only in aor2 παρήπᾰφον]
to mislead, beguile, Od.:—c. inf. to induce one to do a thing by craft or fraud, Il.