3,256,953
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πορεύσιμος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, να διασχιστεί, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· λέγεται για δρόμο, [[διαβατός]], [[ομαλός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πορεύσιμος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, να διασχιστεί, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· λέγεται για δρόμο, [[διαβατός]], [[ομαλός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πορεύσῐμος:''' <b class="num">1)</b> (удобо)проходимый (τὸ [[ἔδαφος]] τοῦ ποταμοῦ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> способный передвигаться (πάντα ὅσα πορεύσιμα Plat.);<br /><b class="num">3)</b> пригодный для перевозки, служащий целям передвижения ([[ὄχημα]] Plut.). | |||
}} | }} |