Anonymous

πορεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορεύσιμος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, να διασχιστεί, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· λέγεται για δρόμο, [[διαβατός]], [[ομαλός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πορεύσιμος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, να διασχιστεί, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· λέγεται για δρόμο, [[διαβατός]], [[ομαλός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πορεύσῐμος:''' <b class="num">1)</b> (удобо)проходимый (τὸ [[ἔδαφος]] τοῦ ποταμοῦ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> способный передвигаться (πάντα ὅσα πορεύσιμα Plat.);<br /><b class="num">3)</b> пригодный для перевозки, служащий целям передвижения ([[ὄχημα]] Plut.).
}}
}}