προκηραίνω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[ανησυχώ]] για, <i>τινός</i>, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ [[τέκνον]], [[τάδε]] κηραίνεις; [[γιατί]] τελοσπάντων είσαι τόσο [[ανήσυχος]]; σε Ευρ.
|lsmtext='''προκηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[ανησυχώ]] για, <i>τινός</i>, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ [[τέκνον]], [[τάδε]] κηραίνεις; [[γιατί]] τελοσπάντων είσαι τόσο [[ανήσυχος]]; σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-κηραίνω bezorgd zijn om, met gen.
}}
}}