προκηραίνω

English (LSJ)

to be anxious for, τινος S.Tr.29.

German (Pape)

[Seite 730] besorgt sein, κείνου, um jenen, Soph. Tr. 29; vgl. Monk Eur. Hipp. 223.

French (Bailly abrégé)

se préoccuper de, gén..
Étymologie: πρό, κηραίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κηραίνω bezorgd zijn om, met gen.

Russian (Dvoretsky)

προκηραίνω: беспокоиться, тревожиться (τινός Soph.): τί ποτε τάδε κηραίνεις; Eur. отчего ты так взволнован(а)?

Greek (Liddell-Scott)

προκηραίνω: εἶμαι ἀνήσυχος, μεριμνῶ περί τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ κέαρ» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29.

Greek Monolingual

Α
αδημονώ, ανησυχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηραίνω (II) «έχω πολλές φροντίδες, ανησυχώ»].

Greek Monotonic

προκηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ανησυχώ για, τινός, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ τέκνον, τάδε κηραίνεις; γιατί τελοσπάντων είσαι τόσο ανήσυχος; σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to be anxious for, τινός Soph.: also, τί ποτ', ὦ τέκνον, τάδε κηραίνεις; why art thou thus anxious? Eur.