προαναστέλλω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαναστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, [[ανακόπτω]], [[εμποδίζω]] εκ των προτέρων, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προαναστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, [[ανακόπτω]], [[εμποδίζω]] εκ των προτέρων, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰναστέλλω:''' заранее сдерживать, обуздывать ([[ὥσπερ]] οἴαξί τι Plut.).
}}
}}