Anonymous

προαναστέλλω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]] εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προαναστέλλομαι</i><br />(στη [[χειρουργική]]) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναστέλλω]] «[[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]] εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προαναστέλλομαι</i><br />(στη [[χειρουργική]]) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναστέλλω]] «[[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προαναστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, [[ανακόπτω]], [[εμποδίζω]] εκ των προτέρων, σε Πλούτ.
}}
}}