3,271,019
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στάσιμος:''' -ον ([[στάσις]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σταθερός]], [[ακίνητος]]· λέγεται για [[νερό]], [[στάσιμο]], ελώδες, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]], [[συμπαγής]], [[ευσταθής]], [[στερεός]], σε Πλάτ.· λέγεται για ανθρώπους, [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], [[αμετακίνητος]], Λατ. [[constans]], στον ίδ.· ομοίως για [[μουσική]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>στάσιμον</i> (με ή [[χωρίς]] το [[μέλος]]), στην Τραγωδία, συνεχές —[[χωρίς]] [[διακοπή]] από διαλόγους— [[άσμα]] που έψαλλε ο Χορός, που πιθ. ονομάστηκε έτσι [[επειδή]] ερμηνευόταν [[μόλις]] ο Χορός είχε λάβει τη [[θέση]] του ([[στάσις]]) στην [[ορχήστρα]]. | |lsmtext='''στάσιμος:''' -ον ([[στάσις]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σταθερός]], [[ακίνητος]]· λέγεται για [[νερό]], [[στάσιμο]], ελώδες, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]], [[συμπαγής]], [[ευσταθής]], [[στερεός]], σε Πλάτ.· λέγεται για ανθρώπους, [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], [[αμετακίνητος]], Λατ. [[constans]], στον ίδ.· ομοίως για [[μουσική]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>στάσιμον</i> (με ή [[χωρίς]] το [[μέλος]]), στην Τραγωδία, συνεχές —[[χωρίς]] [[διακοπή]] από διαλόγους— [[άσμα]] που έψαλλε ο Χορός, που πιθ. ονομάστηκε έτσι [[επειδή]] ερμηνευόταν [[μόλις]] ο Χορός είχε λάβει τη [[θέση]] του ([[στάσις]]) στην [[ορχήστρα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στάσιμος -ον [στάσις] van zaken (stil)staand, stabiel. van geld uitstaand (tegen rente). Lys. 10.18. ret. en muz. statig:; λέξις σ. statige stijl (van spreken) Aristot. EN 1125a14; τὸ ἡρωϊκὸν στασιμώτατον καὶ ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων het heroïsche metrum is het statigst en meest gewichtig van alle metra Aristot. Poët. 1459b34; subst. τὸ στάσιμον (μέλος) koorlied gezongen door het koor wanneer het in de\n orchestra staat, in tegenstelling tot het lied dat het zingt wanneer het binnenkomt: stasimon. Aristot. Poët. 1452b17. geneesk., van voedsel constiperend. van personen standvastig. | |||
}} | }} |