Anonymous

στάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[στάσιμος]], -ον ΝΜΑ [[στάσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κινείται, [[ακίνητος]] (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[στάσιμο]](<i>ν</i>)<br />χορικό [[άσμα]] της αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο [[χορός]] [[ανάμεσα]] σε δύο επεισόδια [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας θεατρικής παράστασης και παρουσίαζε [[μετρική]] [[ανομοιομορφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[εξέλιξη]] ή [[βελτίωση]] που παραμένει στο ίδιο [[σημείο]] (α. «η [[κατάσταση]] του ασθενούς παραμένει στάσιμη» β. «οι τιμές θα παραμείνουν στάσιμες»)<br /><b>2.</b> (για μαθητή, υπάλληλο, αξιωματικό) αυτός που δεν προάγεται, που μένει στην [[ίδια]] [[τάξη]] ή [[θέση]] ή στον ίδιο βαθμό<br />3.<b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] φυσικών φαινομένων τα οποία αναπαράγονται ταυτόσημα, με την πάροδο του χρόνου, και χαρακτηρίζονται από αρμονική [[εξέλιξη]] σε [[συνάρτηση]] με τον χρόνο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάσιμος]] [[πλανήτης]]»<br /><b>αστρον.</b> [[πλανήτης]] που διέρχεται από το [[σημείο]] της φαινόμενης τροχιάς, [[κατά]] το οποίο, με τη [[μεταβολή]] της [[φοράς]] κίνησης, φαίνεται [[ακίνητος]]<br />β) «[[στάσιμος]] [[δορυφόρος]]»<br /><b>αστροναυτ.</b> [[τεχνητός]] [[δορυφόρος]] του οποίου η [[περίοδος]] [[είναι]] ίση με την αστρική [[περιστροφή]] της Γης και ο [[οποίος]] αν εκτοξευθεί σε ισημερινή [[τροχιά]] φαίνεται [[ακίνητος]] [[πάνω]] από έναν [[τόπο]], αλλ. γεωστάσιμος [[δορυφόρος]]<br />γ) «στάσιμα κύματα»<br />i) <b>φυσ.</b> [[κατηγορία]] κυμάτων στα οποία, σε [[αντίθεση]] με τα τρέχοντα κύματα, τα φαινόμενα ταλάντωσης σε [[κάθε]] [[σημείο]] βρίσκονται [[είτε]] εν φάσει [[είτε]] υπό αντίθετη [[φάση]]<br />ii) <b>(τηλεπικ.)</b> κύματα που δημιουργούνται [[ανάμεσα]] στο ηλεκτρομαγνητικό [[κύμα]] που προσπίπτει και σε εκείνο που ανακλάται<br />δ) «στάσιμη [[κατάσταση]]»<br /><b>φυσ.</b> (στην [[κβαντομηχανική]]) η πλήρως καθορισμένη ενεργειακή [[κατάσταση]] ενός κβαντικού συστήματος, για την οποία η ως [[προς]] τον χρόνο [[μεταβολή]] του καταστατικού της διανύσματος [[είναι]] αρμονική<br />ε) «στάσιμη [[φάση]]»<br /><b>βιολ.</b> το τρίτο [[στάδιο]] στην [[εξέλιξη]] μιας βακτηριακής αποικίας, όταν ο [[πολλαπλασιασμός]] επιβραδύνεται και ουσιαστικά σταματά λόγω εξάντλησης τών θρεπτικών αποθεμάτων<br />στ) «[[στάσιμο]] [[μέτωπο]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> η διαχωριστική [[επιφάνεια]] [[μεταξύ]] δύο αέριων μαζών με διαφορετικά θερμικά χαρακτηριστικά η οποία πραγματοποιεί ελάχιστη μόνο ή και μηδενική οριζόντια [[κίνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] («τὸ ψυχρὸν ἔοικε στάσιμον [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[σταθερός]], [[ακλόνητος]] στις αρχές του (α. «[[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στάσιμοι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[φρόνιμος]] καὶ [[στάσιμος]] [[ἄνθρωπος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αδρανής]], [[άπρακτος]]<br /><b>4.</b> (για τροφές και ουσίες) [[στυπτικός]]<br /><b>5.</b> (για [[μουσική]]) σοβαρή («ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ [[μάλιστα]] [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῑον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>τὸ στάσιμον</i><br />[[σταθερότητα]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στάσιμα</i><br />τα ζύγια, τα βαρίδια<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάσιμος]] [[κίνησις]]» — η [[κίνηση]] επί τόπου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «τὸ στάσιμον τῆς ἵππου» — το [[βαρύ]] ιππικό, το [[βαριά]] οπλισμένο (<b>Πολ.</b>)<br />γ) «[[ἀργύριον]] στάσιμον» — χρήματα δανεισμένα με τόκο <b>(Λυσ.)</b><br />δ) «στάσιμα ἄστρα» — απλανείς αστέρες (<b>[[Πολυδ]].</b>)<br />ε) «στασιμώτατον [[μέτρον]]» — το ηρωικό [[μέτρο]] (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-η, -ο / [[στάσιμος]], -ον ΝΜΑ [[στάσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κινείται, [[ακίνητος]] (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[στάσιμο]](<i>ν</i>)<br />χορικό [[άσμα]] της αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο [[χορός]] [[ανάμεσα]] σε δύο επεισόδια [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας θεατρικής παράστασης και παρουσίαζε [[μετρική]] [[ανομοιομορφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρουσιάζει [[εξέλιξη]] ή [[βελτίωση]] που παραμένει στο ίδιο [[σημείο]] (α. «η [[κατάσταση]] του ασθενούς παραμένει στάσιμη» β. «οι τιμές θα παραμείνουν στάσιμες»)<br /><b>2.</b> (για μαθητή, υπάλληλο, αξιωματικό) αυτός που δεν προάγεται, που μένει στην [[ίδια]] [[τάξη]] ή [[θέση]] ή στον ίδιο βαθμό<br />3.<b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] φυσικών φαινομένων τα οποία αναπαράγονται ταυτόσημα, με την πάροδο του χρόνου, και χαρακτηρίζονται από αρμονική [[εξέλιξη]] σε [[συνάρτηση]] με τον χρόνο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάσιμος]] [[πλανήτης]]»<br /><b>αστρον.</b> [[πλανήτης]] που διέρχεται από το [[σημείο]] της φαινόμενης τροχιάς, [[κατά]] το οποίο, με τη [[μεταβολή]] της [[φοράς]] κίνησης, φαίνεται [[ακίνητος]]<br />β) «[[στάσιμος]] [[δορυφόρος]]»<br /><b>αστροναυτ.</b> [[τεχνητός]] [[δορυφόρος]] του οποίου η [[περίοδος]] [[είναι]] ίση με την αστρική [[περιστροφή]] της Γης και ο [[οποίος]] αν εκτοξευθεί σε ισημερινή [[τροχιά]] φαίνεται [[ακίνητος]] [[πάνω]] από έναν [[τόπο]], αλλ. γεωστάσιμος [[δορυφόρος]]<br />γ) «στάσιμα κύματα»<br />i) <b>φυσ.</b> [[κατηγορία]] κυμάτων στα οποία, σε [[αντίθεση]] με τα τρέχοντα κύματα, τα φαινόμενα ταλάντωσης σε [[κάθε]] [[σημείο]] βρίσκονται [[είτε]] εν φάσει [[είτε]] υπό αντίθετη [[φάση]]<br />ii) <b>(τηλεπικ.)</b> κύματα που δημιουργούνται [[ανάμεσα]] στο ηλεκτρομαγνητικό [[κύμα]] που προσπίπτει και σε εκείνο που ανακλάται<br />δ) «στάσιμη [[κατάσταση]]»<br /><b>φυσ.</b> (στην [[κβαντομηχανική]]) η πλήρως καθορισμένη ενεργειακή [[κατάσταση]] ενός κβαντικού συστήματος, για την οποία η ως [[προς]] τον χρόνο [[μεταβολή]] του καταστατικού της διανύσματος [[είναι]] αρμονική<br />ε) «στάσιμη [[φάση]]»<br /><b>βιολ.</b> το τρίτο [[στάδιο]] στην [[εξέλιξη]] μιας βακτηριακής αποικίας, όταν ο [[πολλαπλασιασμός]] επιβραδύνεται και ουσιαστικά σταματά λόγω εξάντλησης τών θρεπτικών αποθεμάτων<br />στ) «[[στάσιμο]] [[μέτωπο]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> η διαχωριστική [[επιφάνεια]] [[μεταξύ]] δύο αέριων μαζών με διαφορετικά θερμικά χαρακτηριστικά η οποία πραγματοποιεί ελάχιστη μόνο ή και μηδενική οριζόντια [[κίνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] («τὸ ψυχρὸν ἔοικε στάσιμον [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[σταθερός]], [[ακλόνητος]] στις αρχές του (α. «[[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στάσιμοι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[φρόνιμος]] καὶ [[στάσιμος]] [[ἄνθρωπος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αδρανής]], [[άπρακτος]]<br /><b>4.</b> (για τροφές και ουσίες) [[στυπτικός]]<br /><b>5.</b> (για [[μουσική]]) σοβαρή («ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ [[μάλιστα]] [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῑον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>τὸ στάσιμον</i><br />[[σταθερότητα]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στάσιμα</i><br />τα ζύγια, τα βαρίδια<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στάσιμος]] [[κίνησις]]» — η [[κίνηση]] επί τόπου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «τὸ στάσιμον τῆς ἵππου» — το [[βαρύ]] ιππικό, το [[βαριά]] οπλισμένο (<b>Πολ.</b>)<br />γ) «[[ἀργύριον]] στάσιμον» — χρήματα δανεισμένα με τόκο <b>(Λυσ.)</b><br />δ) «στάσιμα ἄστρα» — απλανείς αστέρες (<b>[[Πολυδ]].</b>)<br />ε) «στασιμώτατον [[μέτρον]]» — το ηρωικό [[μέτρο]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''στάσιμος:''' -ον ([[στάσις]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σταθερός]], [[ακίνητος]]· λέγεται για [[νερό]], [[στάσιμο]], ελώδες, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]], [[συμπαγής]], [[ευσταθής]], [[στερεός]], σε Πλάτ.· λέγεται για ανθρώπους, [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], [[αμετακίνητος]], Λατ. [[constans]], στον ίδ.· ομοίως για [[μουσική]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>στάσιμον</i> (με ή [[χωρίς]] το [[μέλος]]), στην Τραγωδία, συνεχές —[[χωρίς]] [[διακοπή]] από διαλόγους— [[άσμα]] που έψαλλε ο Χορός, που πιθ. ονομάστηκε έτσι [[επειδή]] ερμηνευόταν [[μόλις]] ο Χορός είχε λάβει τη [[θέση]] του ([[στάσις]]) στην [[ορχήστρα]].
}}
}}