συγκλίνω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], [[πλαγιάζω]] [[κάτι]] στον ίδιο [[τόπο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''συγκλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], [[πλαγιάζω]] [[κάτι]] στον ίδιο [[τόπο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> класть вместе: συγκλίνεσθαί τινι Her., Eur. (воз)лечь рядом с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> склоняться, переходить на сторону (τινί Polyb.).
}}
}}