Anonymous

συγκλίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[κλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[μαζί]] με άλλον [[προς]] το ίδιο [[μέρος]], [[ιδίως]] [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>συγκλίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />α) <b>φυσ.</b> (για αλυσωτή πυρηνική [[αντίδραση]], [[κυρίως]] πυρηνική [[σχάση]]) αυτός που [[είναι]] φθίνοντος ρυθμού, [[δηλαδή]] που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου<br />β) <b>φυσ.</b> (στην [[οπτική]])<br />i) (για [[δέσμη]] φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για [[δέσμη]] ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται [[προς]] την [[κατεύθυνση]] ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων<br />ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να συγκεντρώνει σε ένα [[σημείο]], ονομαζόμενο [[εστία]], τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλίνουσα [[εξέλιξη]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[φαινόμενο]] της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω [[κοινών]] προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα<br />β) «συγκλίνων [[στραβισμός]]» — [[περίπτωση]] στραβισμού [[κατά]] την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν [[προς]] τη [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> υπάγομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] στην [[ίδια]] [[κλίση]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκλίνομαι</i><br />[[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με άλλον στην [[ίδια]] [[κλίνη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> κάμπτομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).
|mltxt=ΝΑ [[κλίνω]]<br />[[κλίνω]] [[μαζί]] με άλλον [[προς]] το ίδιο [[μέρος]], [[ιδίως]] [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>συγκλίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />α) <b>φυσ.</b> (για αλυσωτή πυρηνική [[αντίδραση]], [[κυρίως]] πυρηνική [[σχάση]]) αυτός που [[είναι]] φθίνοντος ρυθμού, [[δηλαδή]] που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο του χρόνου<br />β) <b>φυσ.</b> (στην [[οπτική]])<br />i) (για [[δέσμη]] φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για [[δέσμη]] ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται [[προς]] την [[κατεύθυνση]] ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων<br />ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να συγκεντρώνει σε ένα [[σημείο]], ονομαζόμενο [[εστία]], τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλίνουσα [[εξέλιξη]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[φαινόμενο]] της επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω [[κοινών]] προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα<br />β) «συγκλίνων [[στραβισμός]]» — [[περίπτωση]] στραβισμού [[κατά]] την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν [[προς]] τη [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποχωρώ]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> υπάγομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] στην [[ίδια]] [[κλίση]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκλίνομαι</i><br />[[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με άλλον στην [[ίδια]] [[κλίνη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> κάμπτομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], [[πλαγιάζω]] [[κάτι]] στον ίδιο [[τόπο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] με κάποιον ή κάποια, με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}